Κείμενο: Αλέκος Φλωράκης - φωτ: Καμίλο Νόλλας
Ολόκληρη η περιοχή της Οξωμεριάς Τήνου αποτελεί ζωντανό μουσείο μαρμαρογλυπτικής. Η περιπλάνηση στα Ιστέρνια, την Καρδιανή, τον Πύργο και τα άλλα χωριά, τα Πλατιά, τον Βεναρδάδο, τον
Μαρλά, τον Μαμάδο και τον Πάνορμο αποτελεί αισθητική εμπειρία. Η ρήση πως η Τήνος φτιάχτηκε από τους Τηνιακούς, δεν είναι καθόλου τυχαία
Μαρλά, τον Μαμάδο και τον Πάνορμο αποτελεί αισθητική εμπειρία. Η ρήση πως η Τήνος φτιάχτηκε από τους Τηνιακούς, δεν είναι καθόλου τυχαία
Το οδοιπορικό μας στα χωριά της μαρμαροτεχνίας αρχίζει από το λιμάνι στη Χώρα της Τήνου. Το λιμάνι συνδέεται καθημερινά με τον Πειραιά και τη Ραφήνα με πολλά δρομολόγια. Αεροδρόμιο δεν υπάρχει.
Στο νησί λόγω του απότομου γεωφυσικού αναγλύφου δεν υπάρχουν εκτεταμένες αμμουδιές, ωστόσο τις καλύτερες από αυτές θα τις βρείτε ανατολικά, στην Παχιά Αμμο και στον Αγ. Ιωάννη Πόρτο, βόρεια στη Κολυμπήθρα και βορειοδυτικά στην Αγία θάλασσα. Μη διστάσετε να προμηθευτείτε έναν καλό χάρτη και να βγείτε εκτός κεντρικού δρόμου προς αναζήτηση άλλων παραλιών. Είναι σίγουρο πως δεν θα το μετανιώσετε. Επίσης, υπάρχει ένα εκτεταμένο δίκτυο μονοπατιών που συνδέουν τα χωριά μεταξύ τους. Θα εντυπωσιαστείτε από το πόσο καλά είναι διατηρημένα αυτά τα φαρδιά, μαρμαρόστρωτα μονοπάτια.
Υπάρχουν σ' αυτόν τον τόπο πάνω από πενήντα χωριά. Για να ανακαλύψετε όλες τις ομορφιές του νησιού θα πρέπει να πάτε και να ξαναπάτε. Κάποιοι λένε ότι δεν πρόκειται ποτέ να τις ανακαλύψετε όλες, τόσες που είναι! Τι να πρωταναφέρουμε, τους ογκόλιθους στον Βώλακα, τους λευκούς περιστεριώνες, το μεσαιωνικό κάστρο στο Ξώμπουργο, τις αμέτρητες κρήνες; Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ορεινών χωριών είναι οι κατάφυτες αυλές, τα μαρμαρόστρωτα καλντερίμια, οι ασβεστωμένοι τοίχοι, τα πολλά τρεχούμενα νερά, τα μαρμάρινα διακοσμητικά ανάγλυφα που ξεχωρίζουν σε κάθε βήμα.
Πολλοί από μας συνδέουμε λανθασμένα την Τήνο μόνο με τη Μεγαλόχαρη. Ομως, εκτός από νησί της Παναγίας, είναι και το νησί των καλλιτεχνών. Εδώ γεννήθηκαν κάποιοι από τους σπουδαιότερους Ελληνες εικαστικούς της νεότερης Ελλάδας που διαμόρφωσαν την αισθητική μας. Τηνιακοί είναι οι μεγάλοι ζωγράφοι Νικηφόρος Λύτρας και Νικόλαος Γύζης. Οσο για τη μαρμαροτεχνική παράδοση, φρόντισαν να την εκπροσωπήσουν επάξια πολλοί γλύπτες. Ανάμεσά τους οι Δημήτριος Φιλιππότης, Γεώργιος Βιτάλης, Λάζαρος Σώχος, αλλά κυρίως ο επονομαζόμενος «Φειδίας της νεότερης Ελλάδας», Γιαννούλης Χαλεπάς.
Μερική άποψη της Καρδιανής Μερική άποψη της Καρδιανής Αφήνουμε τη Χώρα και κατευθυνόμαστε βορειοδυτικά. Ολη η διαδρομή είναι ορεινή και κινούμαστε στη δυτική πλευρά του κεντρικού ορεινού όγκου του νησιού. Περνάμε τα χωριά των Πάνω Μερών κι εντυπωσιαζόμαστε από τη θέα που έχουμε προς τη θάλασσα και τη Σύρο.
Ιστορία, τέχνη και παράδοση
Η γλυπτική γνώρισε ανάπτυξη στην Τήνο ήδη από τα αρχαία χρόνια, ειδικότερα στα ρωμαϊκά, όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα. Αργότερα, με την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους (1715), η Τήνος εντάσσεται στο συναλλακτικό κύκλωμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απρόσιτης έως τότε γι' αυτήν ως εχθρικής δύναμης. Το γεγονός σηματοδοτεί την έξοδο της τοπικής χειροτεχνίας από τα γεωγραφικά της όρια. Για να είμαστε πιο ακριβείς, το πέρασμα από τη μεμονωμένη επαγγελματική στην εργαστηριακή μαρμαροτεχνία τοποθετείται στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα. Το χειροτεχνικό αυτό επίπεδο, που εκδηλώνεται με την οργάνωση των λατομείων, τη διεύρυνση της πελατείας, την αυξημένη παραγωγή, το μεγαλύτερο αριθμό μαστόρων και ειδικεύσεων, την εκπόνηση σχεδίων, συμπίπτει τεχνοτροπικά με την εμφάνιση και διάδοση του μπαρόκ. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο έπαιξε κατά την περίοδο αυτή η Κωνσταντινούπολη, δέκτης ποικίλων επιδράσεων και πομπός αντίστοιχων καινοτομιών. Διατηρώντας εκεί οι Τηνιακοί πολυπληθή και δραστήρια παροικία και δουλεύοντας περιοδικά στα μαρμαράδικα της Πόλης, αντάλλαξαν πρότυπα με άλλες τοπικές παραδόσεις και εισήγαγαν στο νησί τους καινοτομίες. Ειδικότερα, το οθωμανικό μπαρόκ, σε μια αναπλασμένη όμως εκδοχή, στην οποία συγχωνεύτηκαν και άμεσες δυτικές επιδράσεις, θα αποκρυσταλλωθεί τελικά σε διακριτό τοπικό ύφος.
Από όλα τα νεοελληνικά κέντρα μαρμαροτεχνίας η Τήνος υπήρξε το πιο σημαντικό. Ιδιαίτερα στα Εξω Μέρη, περιοχή απομακρυσμένη από το διοικητικό κέντρο του νησιού με έδαφος άγονο και με άφθονο μάρμαρο, φυσικό ήταν οι κάτοικοι να προσανατολιστούν προς τη ναυτιλία, τις τέχνες και το εμπόριο, αλλά και να αξιοποιήσουν τα λατομεία. Στον Πύργο και στους κοντινούς οικισμούς του, στα Ιστέρνια και στην Καρδιανή, ολόκληρες οικογένειες καλλιέργησαν την τέχνη του μαρμάρου από πατέρα σε γιο. Αξίζει να αναφέρουμε πως στις αρχές του 20ού αιώνα ο Πύργος είχε περίπου 500 μαρμαράδες και 100 λατόμους.
Το φυσικό λιμάνι του Πανόρμου ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της Τήνου. Τα καΐκια φόρτωναν μάρμαρο, ενώ άλλα ξεφόρτωναν σιτηρά Το φυσικό λιμάνι του Πανόρμου ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της Τήνου. Τα καΐκια φόρτωναν μάρμαρο, ενώ άλλα ξεφόρτωναν σιτηρά Αργότερα θα σημειωθεί μετεγκατάσταση Τηνιακών μαρμαράδων εκτός από την Αθήνα και τον Πειραιά και σε άλλες ελληνικές πόλεις. Μετά την Απελευθέρωση από τους Γερμανούς (1944), η δημογραφική κάμψη πλήττει ιδιαίτερα τα κέντρα της Οξωμεριάς. Οι μαστόροι έρχονται στην Αθήνα, όπου η ανοικοδόμηση τους προσφέρει δουλειά. Κατά τη δεκαετία του 1950 συνεχίζουν να λειτουργούν εδώ τέσσερα μαρμαράδικα. Στην επόμενη δύσκολη περίοδο, το εργαστήρι του μπαρμπα-Γιάννη Φιλιππότη και η Σχολή Καλών Τεχνών Πανόρμου ήταν οι δύο μοναδικοί πόλοι που διέσωσαν την τέχνη του μαρμάρου στον Πύργο.
Το «Προπαρασκευαστικόν και Επαγγελματικόν Σχολείον Καλών Τεχνών Πανόρμου Τήνου» ιδρύθηκε το 1955, έπειτα από εισήγηση στη Βουλή του Τηνιακού βουλευτή Κυκλάδων Πάρη Λιαρούτσου. Η τριετούς φοίτησης σχολή λειτουργεί έκτοτε με σκοπό την επαγγελματική κατάρτιση στη μαρμαροτεχνία μαθητών από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι δύο πρωτεύοντες απόφοιτοι εγγράφονται χωρίς εξετάσεις στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου συνεχίζουν τις σπουδές τους με υποτροφία του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου.
Νέα εξέλιξη παρατηρείται κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν παράλληλα με την εκκλησιαστική μαρμαρογλυπτική, θα επανεμφανιστεί το ξεχασμένο για έναν και πλέον αιώνα «λαϊκό» ανάγλυφο. Νέες συνθήκες, όπως ο «φολκλορισμός», η αύξηση του τουρισμού και η οικοδόμηση σπιτιών και ξενοδοχείων παραδοσιακού τύπου, επαναφέρουν στο προσκήνιο πορτοσιές, φεγγίτες, υπέρθυρα, βρύσες και διακοσμητικές πλάκες. Αυτή η λαϊκότροπη «σύγχρονη χειροτεχνία» εγκαινιάζει μια νέα φάση της τέχνης του μαρμάρου, με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά: μικτή τεχνολογία, μικροαστική και τουριστική πελατεία, μερική αποδέσμευση από τις αρχές της παραγγελίας και της χρηστικότητας, ατομική πρωτοτυπία του μαρμαρογλύπτη.
Τα προϊόντα της μαρμαροτεχνίας ταξινομούνται, με βάση τη χρήση τους, σε εργαλεία και σκεύη (γουδιά, νεροχύτες, κορνίζες...), αρχιτεκτονικές εφαρμογές (αετώματα, κίονες, φουρούσια...) και μαρμαρόγλυπτα ή λιθανάγλυφα (επιφάνειες που φέρουν ανάγλυφο, εγχάρακτο ή διάτρητο διάκοσμο).
Το μάρμαρο και τα εργαστήριά του
Το μάρμαρο ανήκει στα μεταμορφωσιγενή πετρώματα. Προέρχεται από τη μεταμόρφωση του ασβεστόλιθου, ειδικότερα από ανακρυστάλλωση του εντός αυτού ασβεστίτη. Οταν περιέχει και δολομίτη, ονομάζεται δολομιτικό. Ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων τους, τα μάρμαρα διακρίνονται σε χοντρόκοκκα και λεπτόκοκκα. Τα τελευταία είναι και τα καταλληλότερα για γλυπτική επεξεργασία.
Στην Τήνο συναντάμε πολλά λατομεία, μικρά ή μεγαλύτερα, κυρίως στα Εξω Μέρη, αλλά και σε άλλες περιοχές. Η κοινή ονομασία τους είναι νταμάρια ή πελεκανιές (από το ρήμα πελεκώ). Εκεί εξορύσσονται μάρμαρα λευκά, γκρίζα και μελανά, σε διάφορες αποχρώσεις, καθώς και το περίφημο πράσινο.
Οι παραδοσιακές τεχνικές εξόρυξης και λάξευσης ακολουθούσαν, ώς τη δεκαετία του 1950, αρχαίες και κοπιαστικές μεθόδους. Η επιλογή του τόπου για τη διάνοιξη νέου λατομείου είναι δύσκολη και πολλές φορές ανεπιτυχής. Ο λατόμος πρέπει να έχει πείρα για να μπορέσει να εκτιμήσει σωστά την κατεύθυνση, την ποσότητα και την ποιότητα του μαρμάρου.
Σε περιπτώσεις που διαμορφώνεται στην αγορά ζήτηση τυποποιημένων πλακών, οι μαρμάρινοι ορθογωνισμένοι όγκοι μεταφέρονται από τα νταμάρια στα σχιστήρια, όπου σχίζονται, διαιρούνται και λειαίνονται, περνώντας διαδοχικά από τα αντίστοιχα μηχανήματα. Στα Εξω Μέρη της Τήνου κύριο έργο των σιδηρουργών ήταν η κατασκευή μαρμαροτεχνικών εργαλείων. Αυτή η εξειδίκευση είναι ευεξήγητη, αν ληφθεί υπ' όψιν ο μεγάλος αριθμός λατόμων και μαρμαράδων στην περιοχή, αλλά και η σκληρότητα του υλικού, που φθείρει γρήγορα τα εργαλεία.
Τα εργαστήρια των μαρμαράδων είναι απλά, συνήθως προσαρμοσμένα στο διαθέσιμο οικογενειακό χώρο. Χρησιμοποιούνται κατώγια σπιτιών και ισόγεια μαγαζιά. Κάποτε όμως, προκειμένου μάλιστα για μεμονωμένους μαστόρους, αρκεί κι ένα βοηθητικό κτίσμα, μια καταστέγα στο νταμάρι ή ένας ανεμόμυλος. Συνηθισμένος τύπος εργαστηρίου είναι και ο ημιυπαίθριος, η λεγόμενη μπαράγκα, κατασκευασμένη από ξύλινο σκελετό και δράφες (κλαδιά πικροδάφνης).
Σε παλαιότερες εποχές, η σύνθεση του προσωπικού των εργαστηρίων ακολουθούσε αυστηρά προσδιορισμένη ιεραρχία. Υπήρχαν τρεις κύριες βαθμίδες τεχνιτών: ο ιδιοκτήτης (αφεντικό, πρωτομάστορης), οι μαστόροι και οι μαθητευόμενοι (παραγιοί). Οι μαστόροι αμείβονταν με μεροκάματο, ενώ οι παραγιοί μάθαιναν την τέχνη χωρίς χρηματική αμοιβή, ενίοτε με κάποιο δώρο ή χαρτζιλίκι. Ενδιάμεση βαθμίδα αποτελούσαν τα λεγόμενα μαστοράκια (οι βοηθοί), σε δεύτερο στάδιο μαθητείας, με αμοιβή χαμηλότερη από εκείνη του μάστορη, ή με το κομμάτι. Ο μάστορης περιβάλλεται όχι μόνο με τεχνική, αλλά και με παιδευτική-παιδαγωγική εξουσία. Οταν έπειτα από τουλάχιστον τέσσερα χρόνια ένας μαθητευόμενος αναγορευόταν σε μάστορη, τον αφεντικό τον προίκιζε χαρίζοντάς του ένα κασελάκι με τα εργαλεία της δουλειάς.
Ανάλογη προς την επιφάνεια του εργαστηρίου είναι και η κοινωνική καταξίωση του ιδιοκτήτη του (και των μαστόρων) στους κόλπους της τοπικής αλλά και της ευρύτερης επαγγελματικής ομάδας. Στις κατ' εξοχήν μαστορικές κοινότητες, όπως αυτές της Εξω Μεριάς, η κρατούσα αντίληψη για τον τεχνίτη, ως κοινωνικά υποδεέστερου, εδώ αντιστρέφεται. Οι ιδιοκτήτες εργαστηρίων ανήκουν στην άρχουσα τάξη και συμμετέχουν στα κοινά. Η μαστοροσύνη αποτελεί το κοινωνικό και επαγγελματικό πρότυπο των παιδιών, τα οποία από πολύ μικρά ασκούνται, ακόμη και με μια πέτρα κι ένα καρφί, σκαλίζοντας στις μαρμαρόπλακες των δρόμων παιδικά χαράγματα, δηλαδή γυμνάσματα παιδιών, ενδεικτικά του τοπικού επαγγελματικού προτύπου.
Αλλά και γενικά ο τεχνίτης αποτελεί καύχημα της τοπικής κοινωνίας. Αντίθετα, οι γεωργικές εργασίες, σε μιαν άγονη άλλωστε περιοχή, εγκαταλείπονται συνήθως στη φροντίδα των γυναικών. Η χαρακτηριστικά «αστική» νοοτροπία, η οποία δημιουργείται από την κοινωνική συγκρότηση της κοινότητας, λειτουργεί ως στοιχείο ετερότητας και υπεροχής έναντι των γειτονικών γεωργικών κοινοτήτων κι εκφράζεται από την προφορική παράδοση και το τραγούδι:
«Εμένα το πουλάκι μου δε σπέρνει, δε θερίζει /
μόνο το μαντρακά κρατεί και μάρμαρα σκαλίζει. /
Αμπέρι μου των αμπεριώ /
στολίδι των παλικαριώ».
Ευχαριστούμε το Ιδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού για την πολύτιμη βοήθεια.
Πηγές: Αλέκος Ε. Φλωράκης, «Η Τηνιακή Μαρμαροτεχνία» και «Οδοιπορικό στην Τήνο του Μαρμάρου». Εκδόσεις ΠΙΟΠ 2008. Ο οινοερευνητής Γιώργος Μακρής προτείνει:
Οι σκάλες (αναβαθμίδες) στους λόφους της Τήνου ήταν γεμάτες αμπέλια και σπαρτά.
Η φυλλοξήρα δεν έχει εμφανιστεί και υπάρχουν ακόμη πολλά γέρικα αμπέλια. Υπήρξε εποχή που τα καΐκια μετέφεραν κρασί με προορισμό τα Μεσόγεια της Αττικής!
Ακόμη και σήμερα είναι διαδεδομένη η ποικιλία «ποταμίσι», που υπάρχει σε λευκή και σε ερυθρή εκδοχή. Η λευκή έχει σκληρή φλούδα και σαρκώδη ρώγα, ανεβάζει πολλά σάκχαρα αλλά έχει πολύ μικρή απόδοση σε μούστο, 45% έναντι του συνήθους 65%. Ο Χρήστος Φόνσος έχει το οινοποιείο του στην Κώμη του Δήμου Εξωμβούργου και δραστηριοποιείται στην παραγωγή εμφιαλωμένου κρασιού από το 1997. Δηλώνει ερωτευμένος με την ποικιλία και έχει βαλθεί να τη διασώσει και να την αξιοποιήσει στο μέγιστο. Ετσι, αποκλειστικώς από 12 ιδιόκτητα στρέμματα, που καλλιεργούνται βιολογικά με πιστοποίηση της ΔΗΩ, παράγει το κρασί «Μπελώνη», το οποίο, αν και μη αναμενόμενο, θα προτείνουμε για το μοσχαράκι. Πρόκειται για ένα κρασί «ειδικού γούστου», με χαρακτηριστική αίσθηση στόματος και επίγευση, που οφείλονται στις αυξημένες, για λευκή ποικιλία, φαινολικές ενώσεις που έχει το ποταμίσι. Ο επίσης λευκός «Μαθιουλής» είναι από την ίδια ποικιλία, με σταφύλια και συνεργαζόμενων αμπελουργών και οινοποιείται πιο κοντά στο κοινό γούστο.
Πολύ πρόσφατα ο κ. Φόνσος μετέφερε τις εγκαταστάσεις του σε καινούργιο χώρο, που θα είναι επισκέψιμος. Απέκτησε και άδεια ποτοποιίας και προτίθεται να αναβιώσει τα παραδοσιακά λικέρ των νοικοκυρών της Τήνου, που εμβάπτιζαν φρούτα και καρπούς σε «στρομφλιά» (τοπικό όνομα για το απόσταγμα σταφυλής). Η έμφαση θα δοθεί στο λεμόνι και στο «αγκιναράκι Κώμης». gnm@winesurveyor.gr
η συνταγή
Μοσχαράκι με πουρέ στο φούρνο
Το μαγειρεμένο μοσχαράκι συνηθίζεται πολύ στην Τήνο και φτιαγμένο σε μεγάλες ποσότητες προσφέρεται σε πανηγύρια. Η κ. Ζάρπα μας δίνει μια παραδοσιακή μεν αλλά αρκούντως εξελιγμένη συνταγή και μας αποκαλύπτει ότι το φαγητό δεν γίνεται το ίδιο νόστιμο αν παρασκευαστεί σε μικρότερη ποσότητα για λιγότερες μερίδες.
Υλικά (για 8 μερίδες):
3 κιλά μοσχαράκι
6 σκελίδες σκόρδο
2 κρεμμύδια χονδροκομμένα
1,5 ποτηράκι παρθένο ελαιόλαδο
μισό λίτρο λευκό ξηρό κρασί, οπωσδήποτε αρετσίνωτο
3 κουταλιές αλεύρι
1 κουταλιά μουστάρδα
αλάτι, πιπέρι
Για τον πουρέ:
2,5 κιλά πατάτες καθαρισμένες
μισό ποτηράκι παρθένο ελαιόλαδο
2 σκελίδες σκόρδο
1 κουταλάκι γλυκού βούτυρο
λίγο τριμμένο κεφαλοτύρι
αλάτι
Παρασκευή:
Τσιγαρίζουμε το κρέας σιγά σιγά με το 1 ποτηράκι ελαιόλαδο και όταν ροδίσει καλά παντού προσθέτουμε τα κρεμμύδια και τα σκόρδα. Οταν ροδίσουν ελαφρώς και αυτά, σβήνουμε με το κρασί και όταν εξατμιστεί προσθέτουμε νερό ώστε να καλυφθεί το κρέας και βράζουμε επί 2 ώρες. Κατόπιν, αφαιρούμε και σουρώνουμε το κρέας και το βάζουμε στο ψυγείο να κρυώσει ώστε να μπορεί να κόβεται σε φέτες. Σουρώνουμε και τα άλλα υλικά, προσθέτουμε τη μουστάρδα και τα πολτοποιούμε. Στην ίδια κατσαρόλα βάζουμε το αλεύρι με το μισό ποτηράκι ελαιόλαδο και το καβουρδίζουμε, μετά προσθέτουμε την πολτοποιημένη σάλτσα και ανακατεύουμε καλά.
Βράζουμε τις καθαρισμένες πατάτες καλά ώστε να μαλακώσουν πολύ. Σε λίγο ελαιόλαδο τσιγαρίζουμε το σκόρδο, ρίχνουμε τις πατάτες και το βούτυρο και με μια κουτάλα τις πολτοποιούμε και ανακατεύουμε καλά. Στρώνουμε τον πουρέ σε πυρίμαχο σκεύος, ρίχνουμε από πάνω το τριμμένο κεφαλοτύρι και ψήνουμε σε φούρνο επί 40 λεπτά στους 160oC.
Κόβουμε το κρέας σε φέτες, τις στρώνουμε σε πιατέλα, ρίχνουμε από επάνω τη σάλτσα και σερβίρουμε δίπλα δίπλα την πιατέλα και το σκεύος με τον πουρέ.
Από την κ. Αντωνία Ζάρπα, Ιστέρνια Τήνου, Ν. Κυκλάδων
από noreply@blogger.com (TINOS VOICE)
μέσω Φωνή της Τήνου - Νέα από την Τήνο και όχι μόνο....
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου